- κωδικοποιώ
- συγκεντρώνω συστηματικά και μεθοδικά κανόνες δικαίου, νόμους κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωδικοποιώ — κωδικοποιώ, κωδικοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κωδικοποιώ — 1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες 2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ακωδικοποίητος — η, ο [κωδικοποιώ] 1. αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε, που δεν συντάχθηκε σε κώδικα, δηλαδή δεν κατατάχθηκε μεθοδικά 2. αυτός που δεν περιλήφθηκε σε κώδικα … Dictionary of Greek
κωδικοποίηση — Η συστηματική και μεθοδική συγκέντρωση και κατάταξη των νομοθετικών κειμένων, των διατάξεων, των συνθηκών κλπ., έτσι ώστε το κείμενο που προκύπτει να είναι απαλλαγμένο από τις συγκρουόμενες ή τις άχρηστες διατάξεις και να παραμένει εύχρηστο. Η κ … Dictionary of Greek
κωδικοποιητής — η (κρυπτολ.) συσκευή η οποία μετατρέπει το κανονικό κείμενο ενός μηνύματος σε κωδική μορφή με σκοπό την κρυπτογράφηση ή κρυπτοφώνησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδικοποιώ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coder < αγγλ. code < λατ … Dictionary of Greek
θεσμοθετώ — θεσμοθέτησα, θέτω νόμους, κωδικοποιώ νόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)